στρογγυλίων

στρογγυλίων
στρογγύλιον
round pot
neut gen pl
στρογγῠλίων , στρογγύλλω
round off
fut part act masc nom sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Στρογγυλίων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στρογγυλίων — Αθηναίος γλύπτης, που άκμασε στο δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Παυσανία ένα από τα σπουδαιότερα έργα του είναι το χάλκινο άγαλμα της Άρτεμης Σωτείρας, που οι Μεγαρείς αφιέρωσαν στο ιερό της θεάς στα Μέγαρα, σε ένδειξη… …   Dictionary of Greek

  • Στρογγυλίωνος — Στρογγυλίων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • СТРОНГИЛИОН —    • Strongўlio,          Στρογγυλίων, скульптор и литейщик из Афин, сделавший бронзового троянского коня (так называемого δούριος ίππος), стоявшего у входа в Акрополь (о котором говорит Павсаний 1, 32, 10). Пьедестал этого памятника с надписью… …   Реальный словарь классических древностей

  • Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”